νομιναλισμός

νομιναλισμός
ο
(λ. λατ.)
1. (φιλοσ.), θεωρία που πιστεύει πως οι έννοιες είναι απλώς ονόματα, χωρίς πραγματική υπόσταση, αλλ. ονοματοκρατία.
2. (οικον.), θεωρία που πιστεύει πως το χρήμα πρέπει να έχει ονομαστική αξία, όχι υλική.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νομιναλισμός — ο 1. (φιλοσ.) φιλοσοφική δοξασία τού ύστερου μεσαίωνα σύμφωνα με την οποία τα είδη υπάρχουν μόνο με τις λέξεις και διά μέσου» αυτών, ενώ οι καθολικές έννοιες δεν έχουν πραγματική ύπαρξη και είναι απλά λεκτικά σύμβολα χωρίς υπόσταση και έτσι ο… …   Dictionary of Greek

  • νομιναλισμός ή ονοματοκρατία — Φιλοσοφική θεωρία, σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχουν γενικές ή καθολικές ή αφηρημένες έννοιες (universalia). Το γεγονός ότι στη γλώσσα μας υπάρχουν γενικοί ορισμοί (δέντρο, θηλαστικό, άνθρωπος), δεν συνεπάγεται ότι πρέπει αναγκαστικά και η… …   Dictionary of Greek

  • ονοματοκρατία — Βλ. λ. νομιναλισμός. * * * η (φιλοσ.) νομιναλισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. τού αγγλ. nominalism < λατ. nominal (< nomen, inis «όνομα»)+ ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • ονοματισμός — ο (Α ὀνοματισμός) νεοελλ. (φιλοσ.) ονοματοκρατία, νομιναλισμός αρχ. κατάλογος ονομάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ονοματίζω. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. ως φιλοσοφικός όρος αποτελεί απόδοση στην ελλ. τού λατ. nominalismus και μαρτυρείται από το 1878 στον Ν.… …   Dictionary of Greek

  • Αβελάρδος, Πέτρος — (Pierre Abelard, Λε Παλέ 1079 – Σαλόν σιρ Σον 1142).Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Γάλλου θεολόγου και φιλοσόφου Πιερ Αμπελάρ. Μαθητής στην αρχή του Ροσλέν και του Γκιγιόμ ντε Σανπό, γίνεται αργότερα, σε ηλικία λίγο μεγαλύτερη από 30 ετών …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • εννοιοκρατία — η (φιλοσ.), η θεωρία που δέχεται ότι οι έννοιες υπάρχουν μόνο στη συνείδηση αυτού που τις διανοείται, είναι διαφορετικές από τις λέξεις οι οποίες τις εκφράζουν, και δεν είναι απλά ονόματα (ονοματοκρατία, νομιναλισμός) ούτε πραγματικές… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ονοματοκρατία — η φιλοσοφική κατεύθυνση του μεσαίωνα, σύμφωνα με την οποία οι γενικές και αφηρημένες έννοιες δεν είναι παρά ονόματα μόνο, αλλ. νομιναλισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”